- μαραγκούδικο
- το [μαραγκός]το εργαστήριο τού μαραγκού, το ξυλουργείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαραγκούδικο — το το εργαστήρι του μαραγκού, το ξυλουργείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυλουργείο — το εργαστήριο κατεργασίας τού ξύλου, μαραγκούδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα εφημερίς] … Dictionary of Greek